Για το έργο Ενάρετη Σπείρα, η Δανάη Στράτου βραβεύθηκε με το Βραβείο Τέχνης Ιδρύματος Γ&Α Μαμιδάκη 2025.
Η φετινή απονομή του Βραβείου Τέχνης Ιδρύματος Γεωργίου & Αριστέας Μαμιδάκη στη Δανάη Στράτου σηματοδοτεί την επιβράβευση μιας νέας land art εγκατάστασης η οποία ξεχώρισε ανάμεσα σε εκατοντάδες αιτήσεις απ’ όλον τον κόσμο, και συνάμα την αναγνώριση μιας μακρόχρονης, συνεπούς και ιδιαίτερα σημαίνουσας πορείας στην ελληνική και διεθνή εικαστική σκηνή.
Με αφετηρία τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Δανάη Στράτου έχει διαμορφώσει μια διακριτή φωνή στο πεδίο της land art, της εγκατάστασης μεγάλης κλίμακας και των πολυμεσικών περιβαλλόντων, εστιάζοντας στη γεωπολιτική, τη μεταβλητότητα, τη μνήμη και τη σχέση του ανθρώπου με τη γη – τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Η Land Art (ή και Earth Art) είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και χαρακτηρίζεται από τη χρήση του φυσικού τοπίου ως καλλιτεχνικό μέσο. Οι καλλιτέχνες της Land Art παρεμβαίνουν άμεσα στο περιβάλλον, συχνά με χρήση φυσικών υλικών (πέτρα, χώμα, νερό, ξύλο, άμμος, πάγος) μεταμορφώνοντας το τοπίο και ενσωματώνοντάς το στο έργο τους. Επιδιώκοντας τη σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση, η βασική ιδέα αυτής της καλλιτεχνικής πρακτικής είναι ότι το έργο τέχνης δεν είναι αντικείμενο, αλλά κυρίως εμπειρία στον χώρο και τον χρόνο.
Ένα από τα σημαντικότερα έργα Land Art παγκοσμίως και ένα εμβληματικό παράδειγμα της σύγχρονης ελληνικής εικαστικής δημιουργίας είναι το εντυπωσιακό έργο Ανάσα της Ερήμου (Desert Breath) της τριμελούς καλλιτεχνικής ομάδας D.A.ST. που αποτελείται από την Δανάη Στράτου, την Αλεξάνδρα Στράτου και την Στέλλα Κωνσταντινιδη. Δημιουργήθηκε το 1997, στην ανατολική Σαχάρα, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα, στην περιοχή Ελ Γκούνα της Αιγύπτου καλύπτοντας έκταση 100.000 τετραγωνικών μέτρων. Αποτελείται από 178 κωνικούς σχηματισμούς άμμου — 89 θετικούς (λόφοι) και 89 αρνητικούς (κρατήρες) — που σχηματίζουν δύο αλληλένδετες σπείρες με διαφορά φάσης 180 μοιρών. Στο κέντρο της εγκατάστασης υπήρχε μια κυκλική δεξαμενή διαμέτρου 30 μέτρων, γεμάτη με νερό, η οποία με την πάροδο του χρόνου έχει εξατμιστεί. Παρόλο που το έργο είναι εκτεθειμένο στις φυσικές δυνάμεις και υπόκειται σε σταδιακή διάβρωση, παραμένει ορατό και λειτουργεί ως ένα «όργανο μέτρησης του χρόνου», καταγράφοντας τη φθορά και την αλλαγή του τοπίου με την πάροδο των ετών.
Η Ενάρετη Σπείρα, το έργο που παρουσιάζεται στο Minos Palace Resort στο πλαίσιο του Βραβείου Τέχνης 2025, αποτελεί μια νέα, τοποειδική εγκατάσταση με έντονη συμβολική και φιλοσοφική διάσταση. Η εγκατάσταση αποτελείται από 113 σημεία/πιθάρια, τοποθετημένα σε σπειροειδή διάταξη, και αντλεί έμπνευση από τον μυστηριακό Δίσκο της Φαιστού, λειτουργώντας ως μορφολογικό και εννοιολογικό ανάλογο και ενεργοποιώντας έννοιες όπως η κυκλικότητα του χρόνου, η αρχέγονη μνήμη και η συλλογική εμπειρία.
Τα αγγεία, σχεδιασμένα από την καλλιτέχνιδα και κατασκευασμένα από την κοινότητα τεχνιτών του χωριού Θραψανό της Κρήτης— τόπο με μακραίωνη παράδοση στην κεραμική τέχνη—υπερβαίνουν τη χρηστική τους διάσταση και μετατρέπονται από λειτουργικά αντικείμενα μεταφοράς, μεταποίησης και αποθήκευσης προϊόντων σε φορείς ενός ευρύτερου πολιτισμικού και πνευματικού αφηγήματος της αέναης ακούραστης πορείας της ανθρωπότητας και τη σχέση του ανθρώπου με τον χωροχρόνο.
Από την αποθήκευση αγαθών, κυρίως λάδι, νερό και κρασί, έως τις ταφικές τελετουργίες της αρχαίας Ελλάδας, τα κεραμικά αγγεία αφηγούνται διαχρονικά επεισόδια της ανθρώπινης ιστορίας, αποτυπώνοντας την πολλαπλότητα και τη μεταβλητότητα της εμπειρίας και της μνήμης. Η υλικότητα και η υφή των επιφανειών τους έχουν σχεδιαστεί με τρόπο που αντανακλά τα φυσικά στοιχεία του περιβάλλοντος, αλλά και την απόκοσμη, ποιητική λάμψη του φεγγαριού. Γεμισμένα με νερό, σημαντικό στοιχείο που συναντάται συχνά στο έργο της Στράτου και το οποίο λειτουργεί εδώ ως καθρέφτης, φέρνοντας τον ουρανό και τα σύννεφα πιο κοντά στον θεατή, και λειτουργώντας ως δίοδος μεταξύ ορατού και αόρατου, θνητού και αθάνατου, γνωστού και άγνωστου.
Ο αινιγματικός Δίσκος της Φαιστού λειτουργεί ως αφετηρία και πηγή έμπνευσης και ταυτόχρονα ως προορισμός αυτής της διαδρομής, ένα αρχέτυπο σύμβολο επικοινωνίας, ένας κώδικας χωρίς αποκωδικοποίηση, που ενεργοποιεί περισσότερα ερωτήματα αντί να προσφέρει απαντήσεις. Σε διάλογο με αυτό το σύμβολο, η Στράτου εμφανίζει τα αγγεία της εγκατάστασης σαν αυτόφωτα σώματα—όχι μόνο κυριολεκτικά, μέσω της ενσωματωμένης φωτεινότητάς τους, αλλά και μεταφορικά, ως φορείς μνήμης, πολιτισμικής ενέργειας και εσωτερικής ζωής. Το φως ενισχύει την ποιητική διάσταση του έργου: κάθε πιθάρι μοιάζει να πάλλεται από μια εσωτερική ενέργεια, σαν να εκπέμπει τη συσσωρευμένη γνώση του τόπου και των χιλιετιών που φέρει. Έτσι, το έργο μετασχηματίζεται σε ένα πεδίο πνευματικής επαγρύπνησης και εσωτερικής περισυλλογής, όπου ο θεατής δεν είναι απλώς παρατηρητής, αλλά ενεργός συνοδοιπόρος.
Με τον ίδιο τρόπο που τα σύμβολα του Δίσκου της Φαιστού αποτυπώθηκαν σε πηλό μέσω τυποποιημένων σφραγίδων—μια πρώιμη μορφή εκτύπωσης και προάγγελος της τυπογραφίας—έτσι και τα 113 κεραμικά αγγεία της Ενάρετης Σπείρας πακτώνονται στο χώμα, σαν σύγχρονα «σημεία» μιας άγραφης γλώσσας που διαμορφώνει μια σπειροειδή κωδικοποιημένη αφήγηση στον χώρο. Με τον ίδιο τρόπο που το καθρέφτισμα αντανακλά τον κόσμο πίσω στα μάτια του επισκέπτη, η χειρονομία της πίεσης – είτε πρόκειται για σφραγίδα σε πηλό είτε για αγγείο στο χώμα – φέρει συμβολικά το βάρος του ανθρώπινου αποτυπώματος: μια πράξη εγγραφής που αφορά τόσο τη μνήμη όσο και την πρόθεση. Η εγκατάσταση λειτουργεί σαν μια σύγχρονη αποκρυπτογράφηση του τόπου, ενεργοποιώντας τη σχέση μεταξύ του φυσικού τοπίου και μιας συλλογικής, βιωματικής γραφής.
Θεμελιώδεις θεματικοί άξονες και στοιχεία που διατρέχουν το έργο της Στράτου τα τελευταία χρόνια, όπως η μνήμη, η προσωπική και συλλογική εξέλιξη, η υλικότητα, το νερό, η αισθητηριακή εμπειρία, η σωματική εμπλοκή, καθώς και η αλληλεπίδραση μεταξύ κίνησης και μεταμόρφωσης, επιστρέφουν εδώ για να διαβαστούν εκ νέου, μέσω μιας περιπατητικής, τοποειδικής (site-specific) εγκατάστασης η οποία ενσαρκώνει τη συμβολική κυκλικότητα της ύπαρξης και της δημιουργικής εξέλιξης. Μέσω της διάταξής της, η Ενάρετη Σπείρα καλεί τον θεατή σε μια βιωματική πορεία περιδίνησης εντός ενός χωρικού «λαβυρίνθου», μιάς μονοδρομικής διαδρομής που συνθέτει μια χωροχρονική αφήγηση στην οποία παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυφαίνονται.
Η εγκατάσταση συνομιλεί με προηγούμενα έργα της καλλιτέχνιδας, και κυρίως με το Πάνω στη Γη, Κάτω από τα Σύννεφα (2017), την πολυδιάστατη εγκατάσταση στην Ελευσίνα που αξιοποίησε το υλικό και το συμβολικό φορτίο της γης για να διερευνήσει την πολιτισμική στρωματογραφία του τόπου. Η Ενάρετη Σπείρα εξελίσσει τον τρόπο με τον οποίο η καλλιτέχνιδα μεταχειρίστηκε στην Ελευσίνα το τοπίο ως αφήγηση και ως πεδίο ψυχικής διερεύνησης, δημιουργώντας στην Κρήτη μια σπειροειδή δομή που ενσαρκώνει την ηθική διάσταση της φροντίδας, της επανασύνδεσης και της μετάβασης. Όπως και τότε, η Στράτου συνδυάζει και εδώ τη χειροτεχνία με τη χωρική εμπειρία, δημιουργώντας ένα έργο που συνδέει τον ουρανό με τη γη και συνδέεται με τις αφηγήσεις των ανθρώπων που την κατοικούν, προσκαλώντας τον θεατή σε μια σωματική και νοητική περιπλάνηση.
Με την Ενάρετη Σπείρα, τα αγγεία της Δανάης Στράτου βρίσκουν στην Κρήτη το τελικό σπίτι τους, όπου θα παραμείνουν σε μόνιμη έκθεση αποτελώντας πλέον αναπόσπαστο τμήμα της συλλογής τέχνης του Ιδρύματος Γ & Α Μαμιδάκη και του τόπου και της πολιτισμικής του συνέχειας επίσης. Το τοπίο της Κρήτης, με τη σχεδόν τελετουργική του επίδραση, υπήρξε, όπως σημειώνει η καλλιτέχνιδα, «καθοριστικός παράγοντας για τη μορφολογική, τεχνική και εννοιολογική συγκρότηση του έργου» με το φως του— διαυγές, σωματικό και μεταβαλλόμενο—να ενισχύει τη λειτουργία των πιθαριών ως σημεία αναστοχασμού, καθορίζοντας την αισθητική γλώσσα της εγκατάστασης. Εδώ, όπου η γη διατηρεί ακόμη ζωντανή την ανάσα του μύθου και της ιστορίας, το έργο δεν λειτουργεί απλώς ως σύγχρονη καλλιτεχνική πρόταση, αλλά ως πράξη φροντίδας και σύνδεσης με τις αφανείς δυνάμεις που διαμορφώνουν τον ανθρώπινο πολιτισμό.
Η Ενάρετη Σπείρα συνθέτει τελικά μια εμπειρία που ενώνει το τοπίο, τον χρόνο και την υλικότητα με τρόπους που είναι ταυτόχρονα απτοί και συμβολικοί. Δεν πρόκειται απλώς για ένα οπτικό ή γλυπτικό έργο, αλλά για μια χωρική και βιωματική διαδρομή, η οποία λειτουργεί ως ήσυχη αλλά ουσιαστική πράξη επανασύνδεσης με το ανθρώπινο και το φυσικό περιβάλλον. Παράλληλα, προσφέρει μια νέα ανάγνωση των προηγούμενων τοποειδικών παρεμβάσεων της καλλιτέχνιδας, επανεξετάζοντας ζητήματα που διατρέχουν το σύνολο του έργου της, όπως η κυκλικότητα του χρόνου, η έννοια του ιερού και η σχέση μνήμης και τόπου, μέσα από το φίλτρο ενός διαφορετικού γεωγραφικού και πολιτισμικού πλαισίου.
Φωτογραφίες Λουκιανός Αρναουτάκης